- κατακλύσῃς
- κατακλύζωdelugeaor subj act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπερχείλιση — η, Ν [υπερχειλίζω] 1. ξεχείλισμα, το να χύνεται νερό ή άλλο υγρό από τα χείλη αγγείου, από την κοίτη ποταμού, από τη στεφάνη φράγματος 2. φρ. «πεδιάδα υπερχείλισης [ή κατάκλυσης]» (γεωμορφ.) επίπεδη, χερσαία έκταση κοντά σε ένα υδάτινο ρεύμα, η… … Dictionary of Greek
Γιουγκοσλαβία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Παλαιότερη ονομασία: Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Έκταση: 102.173 τ.χλμ Πληθυσμός: 10.656.929 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Βελιγράδι (1.280.600 κάτ. το 2002)Κράτος … Dictionary of Greek